- ειαρόεις
- εἰαρόεις, -εσσα, -εν (Α)ο εαρινός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰαρόεντος — εἰαρόεις masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰαρόεσσ' — εἰαρόεσσα , εἰαρόεις fem nom/voc sg εἰαρόεσσαι , εἰαρόεις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)